- Ἰλιάδ'
- Ἰ̱λιάδαι , Ἰλιάδαιdescendants of Ilosmasc nom/voc plἸ̱λιάδα , ἸλιάςTroyfem acc sgἸ̱λιάδι , ἸλιάςTroyfem dat sgἸ̱λιάδε , ἸλιάςTroyfem nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δαιδάλεος — α, ο (Α δαιδάλεος, α, ον και δαιδάλεος, ον) ο δουλεμένος περίτεχνα (α. «στέκουν τα πρόβατα οπού το μάτι για δαιδάλεα τα παίρνει από μακριά», Σολωμ. β. «διὰ μὲν ἄρ ζωστῆρος ἐλήλατο δαιδαλέοιο», Ιλιάδ.) αρχ. 1. (για ζώα) ποικιλόχρωμος, κατάστικτος… … Dictionary of Greek
εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… … Dictionary of Greek